λαοκρατικός

λαοκρατικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λαοκρατία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαοκρατία 2. ο οπαδός τής λαοκρατίας 3. φρ. «λαοκρατική δημοκρατία» παραλλαγή τού τίτλου πολιτεύματος τής λαϊκής δημοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαοκρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”